- αντιποίηση
- ηαυθαίρετη οικειοποίηση, σφετερισμός: Καταδικάστηκε για αντιποίηση εξουσίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιποίηση — Στη νομική ορολογία, α. αρχής ή υπηρεσίας καλείται όταν ένα άτομο εμφανίζεται, χωρίς να είναι, φορέας δημόσιας ή δημοτικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και υπηρεσίας λειτουργού της επίσημης ή άλλης γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας και του δικηγορικού… … Dictionary of Greek
ἀντιποιήσῃ — ἀντιποιήσηι , ἀντιποίησις laying claim to fem dat sg (epic) ἀντιποιέω do in return aor subj mid 2nd sg ἀντιποιέω do in return aor subj act 3rd sg ἀντιποιέω do in return fut ind mid 2nd sg ἀ̱ντιποιήσῃ , ἀντιποιέω do in return futperf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιποιητικός — (I) ή, ό ο μη ποιητικός, αυτός που παραβαίνει τους κανόνες της ποίησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + ποιητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 από τον Κωστή Παλαμά στην εφημερίδα Εφημερίς, ως απόδοση του γερμ. unpoetisch (πρβλ. αγγλ. antipoetical γαλλ.… … Dictionary of Greek
εξιδιασμός — ἐξιδιασμός, ο (Α) [εξιδιάζομαι] σφετερισμός, αντιποίηση … Dictionary of Greek
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek
στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή … Dictionary of Greek
δημόσια αρχή — Κάθε δημόσια λειτουργία του κράτους, προορισμένη, σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους, να εκπληρώνει τους σκοπούς της πολιτείας άμεσα ή έμμεσα και να εκτελεί το έργο της διοίκησης. Μπορεί να αποτελείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Η δ.α.… … Dictionary of Greek
Κοτζιάς, Αλέξανδρος — (Αθήνα 1926 – Κέα 1992). Λογοτέχνης, δημοσιογράφος και κριτικός. Ήταν αδελφός του λογοτέχνη Κώστα Κοτζιά (βλ. λ.). Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος και… … Dictionary of Greek
Κουμουνδούρος, Αλέξανδρος — (Σελίτσα, Αβία Οιτύλου 1815 – Αθήνα 1883). Πολιτικός, πρωθυπουργός της Ελλάδας (10 φορές, για μικρά διαστήματα, από το 1865 έως το 1883). Σπούδασε νομικά και για ένα μικρό διάστημα άσκησε τη δικηγορία στην Καλαμάτα. Το 1841, με άλλους νέους… … Dictionary of Greek